Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μελίνης — Μελίνη Italian millet fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορόφινος — ὀρόφινος, ίνη, ον (Α) [όροφος / οροφή] 1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνη καλάμη μελίνης» … Dictionary of Greek